- ὁπλοποιική
- ὁπλο-ποιική (sc. τέχνη), ἡ,A the art of forging arms, Pl.Plt.280d, Poll.7.209 ; in both places with v.l. -ποιητική.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ὁπλοποιική — the art of forging arms fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁπλοποιικήν — ὁπλοποιική the art of forging arms fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οπλοποιικός — ὁπλοποιϊκός, ή, όν (Α) [οπλοποιός] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κατασκευή τών όπλων, στην οπλοποιία 2. αυτός που είναι ικανός να κατασκευάζει όπλα 3. το θηλ. ως ουσ. ἡ ὁπλοποιϊκή η τέχνη τής κατασκευής όπλων … Dictionary of Greek